Έι φιλενάδα έλα να σου πω μια ιστορία θερινή -όχι απαραιτήτως νυκτός και ουδόλως σαιξπήρική- άλλα τουλάχιστον ελαφρώς δροσερή, με μια πιτσιλιά αλμύρας βρε αδερφέ.
Πάνω στο ψιλό το πετραδάκι, εκείνο που μερικοί λένε γαρμπίλι, δυο πατουσάκια μισοπατάνε αβέβαια, ίσως με μια ελαφρά ενόχληση άντε και με ένα σούρσιμο. Μισό βήμα αριστερά σκάει το κύμα και μισό βήμα πίσω δυο μεγάλες, βαριές πατούσες ακολουθούν. Βέβαιες. Στέρεες. Κρατάνε ολόκληρο τον κόσμο. Όπως κανείς άλλος δεν μπορεί.
Τα πατουσάκια πισωγυρνάνε, κοντοστέκονται, άρυθμα και άτσαλα, σχεδόν αναποφάσιστα. Κλέβουν λίγο από το νερό και λίγα πετραδάκια και πατάνε πάνω στις μεγάλες, βαριές πατούσες. Τις βέβαιες. Τις στέρεες.
Αυτές με τη σειρά τους σηκώνουν τα πατουσάκια ανέμελα, χωρίς κόπο κανένα. Μετά από κάποια βήματα τα πατουσάκια ξαναπαίρνουν μπρος, αρχίζουν πάλι την περιπλάνηση και μετά γίνονται γονατάκια, ακουμπισμένα στο πετραδάκι, εκεί πάνω στο κύμα. Και μικροί αγκώνες και χεράκια που αρχίζουν το παιχνίδι, δίπλα στις μεγάλες τις βαριές πατούσες.
Όλα ανέμελα. Και βέβαια. Και στέρεα.
[...]
Ωπ! να και άλλα δυο πατουσάκια, χρόνια μετά, σε άλλη παραλία δίπλα σε άλλες μεγάλες, βαριές πατούσες, λίγο πολύ κινούνται στο ίδιο μοτίβο με τις προηγούμενες, τις παλιές. Κάπου όμως φιλενάδα μπλέκονται και άλλες δυο τώρα. Λίγο πιο ανάλαφρες, όχι και τόσο μεγάλες και σίγουρα λιγότερο βαριές. Όχι και τόσο βέβαιες, σχεδόν καθόλου στέρεες. Γιατί δεν είναι δίπλα τους εκείνες οι παλιές οι μεγάλες που πατούσαν πάνω τους. Και το άλλο, το καινούριο ζευγάρι έχει μια δική του δυναμική.
Αλλά εκεί δίπλα στο κύμα, τα πατουσάκια φωνάζουν τις πατούσες, και τα δυο ζευγάρια μαζί, για να πατήσουν αυτά με τη σειρά τους αρχικά στις βαριές, τις στέρεες και να παίξουν με τις ανάλαφρες, να τις κάνουν βέβαιες.
Τι περιμένεις τώρα φιλενάδα; Να ακούσεις το ...και ζήσαν αυτοί καλά και ΄μείς καλύτερα; Στις αμέτρητες παραλίες, άπειρα πατουσάκια και αντίστοιχες πατούσες αφήνουν τα εφήμερα ίχνη τους. Δεν έχει τέλος και άρχή αυτή η ιστορία.
Ευτυχώς!